εξουθενωτικός

εξουθενωτικός
-ή, -ό
επίρρ.,
1. που εξουθενώνει, εκμηδενιστικός, εξοντωτικός: Εξουθενωτική εργασία.
2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανδροκμής — ἀνδροκμής, ο, η (Α) 1. αυτός που καταπονεί τους άνδρες, οχληρός, εξουθενωτικός 2. ανδροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κμής < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»] …   Dictionary of Greek

  • συντριπτικός — ή, ό / συντριπτικός, ή, όν, ΝΜ [συντρίβω] ο ικανός να επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, καταστρεπτικός, ολέθριος νεοελλ. 1. μτφ. α) αυτός που εκμηδενίζει, εξουθενωτικός (α. «συντριπτική νίκη» β. «συντριπτικά επιχειρήματα» γ. «συντριπτική… …   Dictionary of Greek

  • εκμηδενιστικός — ή, ό που προκαλεί την εκμηδένιση, ο εξουθενωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”